- οβελισμός
- ο (Α ὀβελισμός) [οβελίζω]σημείωση με οβελό στο άκρο χειρογράφου ως επισήμανση μη γνησιότητας μιας λέξης ή ενός χωρίουνεοελλ.σούβλισμα, πέρασμα σφαγμένου ζώου στη σούβλα για ψήσιμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀβελισμός — marking with the obelus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οβελισμός — ο σημάδεμα στο περιθώριο χειρόγραφου με οριζόντια γραμμή (οβελό), ότι το τμήμα αυτό του κειμένου είναι νόθο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀβελισμοῦ — ὀβελισμός marking with the obelus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβελισμούς — ὀβελισμός marking with the obelus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβελισμόν — ὀβελισμός marking with the obelus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)